- προσφύγιον
- προσφύγιονrefugeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφύγιον — τὸ, ΜΑ βλ. προσφύγι … Dictionary of Greek
προσφυγίου — προσφύγιον refuge neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφυγίῳ — προσφύγιον refuge neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφύγι — το / προσφύγιον ΝΜΑ [πρόσφυξ, υγος] ο τόπος ή το πρόσωπο όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια και σωτηρία … Dictionary of Greek
προφύγιον — τὸ, Α το προσφύγιον. * [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φύγιον (< φυγος < φεύγω), πρβλ. προσ φύγιον] … Dictionary of Greek